- ὠφελημένοι
- ὠφελέωhelpperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek